ὑπόπτερος

ὑπόπτερος
ὑπόπτερος, -ον
1 winged met., ναὸς ὑποπτέρου (of the banks of oars.) O. 9.24 ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις on the wings of his manly exploits P. 8.91

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπόπτερος — winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόπτερον — ὑπόπτερος winged masc/fem acc sg ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέροις — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρου — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρους — ὑπόπτερος winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρων — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρῳ — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερα — ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερε — ὑπόπτερος winged masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτεροι — ὑπόπτερος winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”